πένητος

πένητος
πένης
one who works for his living: masc gen sg

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πένητος — πένης one who works for his living masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σατράπης — Διοικητής επαρχίας στο αρχαίο περσικό κράτος. Παράλληλα προς τα διοικητικά του καθήκοντα ο σ. είχε και δικαστικές εξουσίες και φρόντιζε επίσης για τη συγκέντρωση και την αποστολή στο «μέγα βασιλέα» των φόρων της σατραπείας του. Επιπλέον ήταν… …   Dictionary of Greek

  • ՓԻՆԱՏ — ( ) NBH 2 0942 Chronological Sequence: Unknown date, 11c ա. (որ եւ յն. փենիս. սեռʼʼ փենիդօս.) πένης, πενήτος . Աղքատ. տնանկ. ցանկանեալ. խեղճ ողորմելի. *Փինատ փէքդ փքացեալ. Մագ. ՟Ի: *Ապիրատս, փինատս, հէքս. Յիշատ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”